"Δεν είναι το μέγεθος των πράξεών μας που έχει σημασία, αλλά η ποσότητα της αγάπης που βάζουμε σε αυτές" Πλάτων

Ο Πλάτανος είναι ένα γραφικό χωριό, περίπου οκτακοσίων κατοίκων που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αρχαία Ολυμπία...

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ - Ο ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ




   Ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο της αρχαιότητας ήταν ο Λυκούργος ο νομοθέτης της Σπάρτης. Το πότε γεννήθηκε δεν μπορεί να το πει κανείς με σιγουριά. Επικρατέστερη εκδοχή είναι το 776 π.χ.  Υποτίθεται ότι άκμασε γύρω στο 800 π.χ.  (Το 776 π.χ. έγινε η πρώτη Ολυμπιάδα)
   Καταγόταν από το γένος των Ηρακλειδών, από γένος δηλαδή βασιλιάδων. Πατέρας του ήταν ο Εύνομος βασιλιάς της Σπάρτης. Ο Εύνομος είχε αποκτήσει άλλον έναν γιό από την πρώτη του γυναίκα, τον Πολυδέκτη.
   Εκείνη την εποχή, μεγάλη αναρχία και ακαταστασία επικρατούσε στη Σπάρτη. Εξ ‘ αιτίας αυτής έχασε τη ζωή του ο Εύνομος. Συγκεκριμένα, ενώ προσπαθούσε να χωρίσει κάποιους που πιάστηκαν στα χέρια, μαχαιρώθηκε. Έτσι άφησε στη θέση του βασιλιά, τον Πολυδέκτη.
   Μετά από λίγο καιρό όμως, πέθανε και αυτός και κατά τη γνώμη όλων βασιλιάς έπρεπε να γίνει ο Λυκούργος. Και πραγματικά, προτού γίνει γνωστό ότι η σύζυγος του Πολυδέκτη ήταν έγκυος, βασίλευσε αυτός. Ο Λυκούργος όμως, αμέσως μόλις το έμαθε αυτό, διακήρυξε ότι η βασιλεία ανήκει στο παιδί, αν αυτό γεννηθεί αγόρι, και αυτός τότε θα διαχειρίζεται την περιουσία του ως επίτροπος. Η μητέρα του παιδιού όμως συχνά έστελνε ανθρώπους και του έκανε προτάσεις να σκοτώσει το βρέφος, επειδή ήθελε να μείνει σύζυγος του βασιλιά, δηλαδή του Λυκούργου. Ο Λυκούργος μίσησε το χαρακτήρα της, αλλά στις προτάσεις τις δεν έφερε αντίρρηση και προσποιούμενος ότι τις δέχεται, της είπε, ότι δεν υπάρχει ανάγκη με φάρμακα να προσπαθεί να αποβάλλει και να καταστρέφει το σώμα της και να διακινδυνεύει την υγεία της. Θα το έκανε αυτός αμέσως μόλις γεννηθεί. Έτσι την εξαπάτησε μέχρι να γεννήσει.
   Μόλις έμαθε ότι κόντευε να γεννήσει, έστειλε δικούς του ανθρώπους να παραβρεθούν στη γέννα, με την εντολή όμως, αν γεννηθεί κορίτσι να το παραδώσουν στις γυναίκες, ενώ αν γεννηθεί αγόρι να  το φέρουν αμέσως σ’ αυτόν. Πράγματι, έτσι έγινε, το παιδί γεννήθηκε αγόρι και οι υπηρέτες του το έφεραν την ώρα που δειπνούσε με τους άρχοντες. Αυτός το πήρε στα χέρια του και είπε στους παρευρισκομένους: «Εγεννήθη εις σας βασιλεύς, ω Σπαρτιάται». Κατόπιν έβαλε το βρέφος στο βασιλικό θρόνο και το ονόμασε Χαρίλαο, γιατί όλοι χάρηκαν πολύ και θαύμασαν το μεγαλείο της ψυχής και τη δικαιοσύνη του Λυκούργου.
   Μερικοί όμως τον φθονούσαν και προσπαθούσαν να σταματήσουν την αυξανόμενη φήμη του, προπάντων  οι συγγενείς και οι φίλοι της μητέρας του μικρού βασιλιά, η οποία θεωρήθηκε ατιμασμένη. Μάλιστα τον κατηγορούσαν ότι ήθελε να σκοτώσει το μικρό. Ο Λυκούργος στεναχωρήθηκε γι’ αυτά και φοβούμενος άσχημες εξελίξεις, αποφάσισε να ταξιδέψει, αποφεύγοντας έτσι τις υποψίες και να επιστρέψει όταν ο ανεψιός του φτάσει σε ηλικία να γεννήσει διάδοχο.
   Έτσι λοιπόν ξεκίνησε με πρώτο του σταθμό την Κρήτη. Εκεί μελέτησε τα πολιτεύματα και συναναστράφηκε με τους πιο φημισμένους άνδρες. Από την Κρήτη πήγε στην Ασία, γιατί ήθελε να συγκρίνει την Κρητική δίαιτα, που ήταν λιτή και αυστηρή, με την ιωνική πολυτέλεια και μαλθακότητα, ώστε να παρατηρήσει τη διαφορά στον τρόπο ζωής και στα πολιτεύματα. Εκεί βρήκε τα ποιήματα του Ομήρου, τα οποία πρώτος αυτός έφερε στην Ελλάδα πλήρη. Μέχρι τότε υπήρχαν μόνο κάποια αποσπάσματα αυτών στην Ελλάδα. Οι Αιγύπτιοι υποστηρίζουν ότι ο Λυκούργος επισκέφθηκε και τη χώρα τους και ότι πρόσφερε εκεί σημαντικό έργο. Ο Σπαρτιάτης Αριστοκράτης, γιός του Ιππάρχου, υποστηρίζει ότι ο Λυκούργος ταξίδεψε στη Λιβύη, την Ιβηρία (Ισπανία σήμερα) και στην Ινδία όπου γνώρισε τους γυμνοσοφιστές.
   Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, ήθελαν να επιστρέψει ο Λυκούργος στη Σπάρτη και έτσι έστελναν πολλές φορές ανθρώπους να τον παρακαλέσουν να γυρίσει πίσω. Ο Λυκούργος επέστρεψε και αμέσως επιχείρησε να αλλάξει το πολίτευμα, με την ιδέα πως οι μεμονωμένοι νόμοι δεν προσφέρουν τίποτα, αν δεν υπάρξει πρώτα μια νέα πιο σταθερή και υγιής βάση για νέους καλύτερους νόμους.
   Ο πρώτος και ο σπουδαιότερος νεωτερισμός του Λυκούργου ήταν η εγκατάσταση της Γερουσίας.  Αυτή αποτελούνταν από 28 γέροντες και είχε ίση εξουσία με τους βασιλείς. Έτσι εξασφαλιζόταν η σταθερότητα του πολιτεύματος.
   Δεύτερη πολιτική πράξη και πιο θαρραλέα, ήταν η νέα διανομή της γης. Πράγματι, επικρατούσε μεγάλη ανωμαλία και πολλοί ακτήμονες και άποροι συσσωρεύονταν στην πόλη, ο δε πλούτος είχε συγκεντρωθεί σε λίγους. Θέλοντας λοιπόν ο Λυκούργος να εξαφανίσει την αλαζονεία, τη μοχθηρία, το φθόνο, την ακολασία και άλλα νοσήματα μεγαλύτερα απ’ αυτά, τον πλούτο και τη φτώχια της πόλης, έπεισε τους πολίτες να χωρίσουν σε ίσα τμήματα όλη τη χώρα τους, ώστε να τη μοιράσουν από την αρχή και να ζουν όλοι εξισωμένοι και εξομοιωμένοι στην περιουσία. Να επιδιώκουν την αρετή και μόνο εκεί να διαφέρουν. Χώρισε λοιπόν τη Λακωνία σε 30 χιλιάδες κλήρους και τη χώρα που ανήκει στην πρωτεύουσα σε 9 χιλιάδες.
   Τρίτη πράξη του Λυκούργου ήταν να καταργήσει τα χρυσά και τα αργυρά νομίσματα και διέταξε να μεταχειρίζονται τα σιδερένια. Αλλά κι αυτά τα έκανε πολύ βαριά και ογκώδη, ώστε για μια αμοιβή δέκα μνών (μία μνα = 600 δραχμές), χρειαζόταν κάποιος στο σπίτι του μια αποθήκη και ένα ζεύγος ζώα να τα μεταφέρει. Αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν οι κλεψιές, γιατί ποιος θα έκλεβε ένα τόσο βαρύ νόμισμα που δεν θα είχε και αξία λόγω ποιότητας; Δεν γίνονταν επίσης και εμπορικές συναλλαγές με άλλους Έλληνες εκτός Λακεδαίμονας. Αυτό επειδή το νόμισμα δεν περνούσε. Έτσι ότι χρειάζονταν κατασκευαζόταν στη χώρα τους. Ζούσαν δηλαδή λιτά, χωρίς πολυτέλεια και ξένες επιρροές.
   Το επόμενο πολιτικό μέτρο του Λυκούργου ήταν και το πιο ωραίο. Ήταν η ίδρυση των συσσιτίων. Όρισε να δειπνούν όλοι μαζί σε κοινά τραπέζια, με κοινά φαγητά και τροφές. Έτσι οι Σπαρτιάτες έτρωγαν λιτά γεύματα και όχι πλούσια. Πλούσιοι και φτωχοί έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι.
   Νόμους γραπτούς δεν άφησε ο Λυκούργος. Μάλιστα λέγεται, ότι ένας άγραφος νόμος ήταν να μην υπάρχουν γραπτοί νόμοι. Αυτό γιατί πίστευε ότι εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση και σημασία για την ευτυχία και την αρετή μιας πόλεως, όταν βασίζονται στα ήθη και τις συνήθειες των πολιτών, μένουν σταθερά και αμετακίνητα, γιατί έχουν ισχυρότερο σύνδεσμο από την ανάγκη την  καλή θέληση, την οποία δημιουργεί στους νέους η εκπαίδευση, που κατέχει για τον καθένα απ’ αυτούς θέση νομοθέτη.
   Άλλη ρήτρα ήταν αυτή κατά της πολυτέλειας. Τα σπίτια χτίζονταν με συγκεκριμένο απλό τρόπο και η επίπλωσή τους ήταν εξίσου απλή και λιτή.
   Επόμενη ρήτρα ήταν αυτή που απαγόρευε τις πολλές εκστρατείες εναντίον των ίδιων εχθρών. Αυτό επειδή οι εχθροί μαθαίνοντας να αμύνονται, γίνονταν πολεμικοί.
   Την παιδία, ο Λυκούργος τη θεωρούσε το ωραιότερο και το πιο σημαντικό έργο ενός νομοθέτη. Φρόντισε για τα σχετικά με τους γάμους και τις γεννήσεις. Τα σώματα των παρθένων ενίσχυσε με την άσκηση στο δρόμο, την πάλη και το ρίξιμο του δίσκου και του ακοντίου. Ήθελε ο σπόρος να μεγαλώσει σε γερά και δυνατά σώματα, οι δε γυναίκες να υπομένουν τους πόνους του τοκετού με σθένος και αξιοπρέπεια.
   Το παιδί που γεννιόταν δεν ήταν κύριος να το αναθρέψει ο πατέρας του. Το έφερνε σε έναν τόπο που τον έλεγαν λέσχη. Εκεί συνεδρίαζαν οι γεροντότεροι και εξέταζαν το παιδί με προσοχή και αν ήταν αρτιμελές και γερό, τότε το έδιναν του πατέρα να το αναθρέψει και έδιναν στο παιδί έναν από τους 9000 κλήρους.
   Αν όμως ήταν ασθενικό και κακόμορφο το έστελναν στις λεγόμενες αποθέτες (καιάδας), ένα βάραθρο στον ταϋγετο, γιατί πίστευαν ότι παιδί το οποίο παρουσίαζε προβλήματα από τη γέννησή του, ήταν καλύτερο και γι’ αυτό αλλά και για την πόλη, να μη ζει.
   Όταν τα παιδιά γίνονταν επτά χρονών, τα παρελάμβανε ο ίδιος ο Λυκούργος και τα κατέτασσε σε ομάδες και αφού τα ανάγκαζε να ζουν και να συναναστρέφονται μαζί, τα συνήθισε να παίζουν και να εργάζονται μαζί. Οι γεροντότεροι τα επέβλεπαν και πολλές φορές τα έβαζαν να φιλονικούν μεταξύ τους, ώστε να παρατηρήσουν τη φυσική κλήση τους στην τόλμη και στην αποφυγή των μαχών. Γράμματα όμως μάθαιναν τα απαραίτητα. Όλη η άλλη εκπαίδευσή τους ήταν να μάθουν να υποτάσσονται στην εξουσία, να υπομένουν τους κόπους και να νικούν στις μάχες.
   Τους κούρευαν σύριζα και τους συνήθιζαν να περπατούν ξυπόλητοι και να παίζουν ως επί το πλείστον γυμνοί. Όταν γίνονταν δώδεκα χρονών, τότε πλέον ζούσαν χωρίς χιτώνα και έπαιρναν μία φορά το χρόνο ένα ρούχο. Είχαν τα σώματά τους ακάθαρτα και δεν γνώριζαν λουτρά και αρώματα. Κοιμόντουσαν μαζί κατά ομάδες, σε στρώματα που έφτιαχναν οι ίδιοι από τις κορυφές των καλαμιών που φύτρωναν στις όχθες του ποταμού Ευρώτα.  
   Μόνο κατά τις εκστρατείες χαλάρωναν τα σκληρά μέτρα της αγωγής των νέων. Εκεί περιποιόντουσαν τα μαλλιά τους, που ήταν μακριά, χτενίζοντάς τα καλά και βάζοντάς τους αρώματα.
   Η ανατροφή έφθανε μέχρι τους ενήλικες. Κανείς δε ζούσε όπως ήθελε, αλλά σαν να βρίσκεται μέσα σε στρατόπεδο, εφαρμόζοντας μια συγκεκριμένη δίαιτα, ασχολούμενος με τα κοινά και γενικά πίστευαν ότι δεν ανήκαν στους εαυτούς τους, αλλά στην πατρίδα.
   Η εργασία απαγορευόταν. Τη γη δούλευαν για λογαριασμό τους οι Είλωτες, οι οποίοι πλήρωναν κάποιο ορισμένο εισόδημα.
   Όταν πλέον οι περισσότεροι από τους νόμους του Λυκούργου στερεώθηκαν με τη συνήθεια και είχε αναπτυχθεί αρκετά η πολιτεία, θέλησε να αφήσει τη νομοθεσία του αθάνατη και αμετάβλητη στο μέλλον. Συγκέντρωσε όλους τους πολίτες και τους είπε πως οι νόμοι είναι καλοί και αρκετοί για να για να ευτυχίσει και να προκόψει στην αρετή η πόλη. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο σπουδαιότερο, το οποίο δεν μπορούσε να τους το πει προτού να ζητήσει τη γνώμη του θεού. Πρέπει λοιπόν να τηρήσουν με σταθερότητα τους καθιερωθέντες νόμους και να μην τους μεταβάλλουν ούτε να τους αντικαταστήσουν, έως ότου γυρίσει ο ίδιος από τους Δελφούς. Όταν επιστρέψει θα κάνει ότι θεωρεί καλό ο θεός.
   Ο Λυκούργος πήγε στους Δελφούς, έκανε θυσία στον Απόλλωνα και τον ρώτησε αν οι νόμοι του ήταν καλοί και αρκετοί για την ευτυχία και την αρετή της πόλης. Η απάντηση του θεού ήταν ότι οι νόμοι ήταν καλοί και ότι η πόλη θα αποκτήσει μεγάλη δόξα εφαρμόζοντας το πολίτευμα του Λυκούργου. Έστειλε τον χρησμό στη Σπάρτη, αυτός όμως δεν γύρισε κι αυτό για να διασφαλίσει την τήρηση των νόμων του μη απαλλάσσοντας τους συμπατριώτες του από τον όρκο που είχαν δώσει και να τερματίσει θεληματικά τη ζωή του. Αυτό γιατί πίστευε ότι αφού πρόσφερε ωραιότατο έργο στην πατρίδα, ο θάνατος έπρεπε να είναι η κορύφωση της ευτυχίας και στους συμπολίτες του να αφήσει το θάνατό του φύλακα των καλών και αγαθών που τους έδωσε, γιατί είχαν ορκιστεί να χρησιμοποιούν το πολίτευμά του, μέχρις ότου εκείνος επιστρέψει.
   Πράγματι, δεν απατήθηκε ο Λυκούργος. Η Σπάρτη επί πεντακόσια χρόνια και με συνολικά 14 βασιλείς υπήρξε η πρώτη πόλη στην Ελλάδα. Όλα αυτά τα χρόνια εφαρμόζονταν πιστά οι νόμοι του Λυκούργου.
   Ο Λυκούργος πίστευε ότι για τη ζωή της πόλης, όπως και για κάθε άτομο χωριστά, η ευτυχία προκύπτει από την αρετή και από την εσωτερική ομόνοια, και με το σκοπό αυτό έκανε τους νόμους του, ώστε οι πολίτες να γίνουν ελεύθεροι και αυτάρκεις και σώφρονες, και να μείνουν έτσι για όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο.
   Πολλά λέγονται για το που άφησε την τελευταία του πνοή ο Λυκούργος. Κάποιος είπε ότι πέθανε στην κίρρα, πόλη της Φωκίδας στον Κορινθιακό, κάποιος άλλος στην Ήλιδα της Ηλείας, ενώ οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι πέθανε στην Κρήτη. Μάλιστα, άφησε εντολή να κάψουν το σώμα του και να σκορπίσουν την τέφρα του στη θάλασσα, μήπως τυχόν μεταφερθούν τα λείψανά του στη Λακεδαίμονα και πιστέψουν οι Σπαρτιάτες ότι αυτός γύρισε πίσω, και λύσουν τον όρκο τους και μεταβάλλουν το πολίτευμα.


ΠΗΓΗ:  ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, Μετάφραση καθηγητού Αν. Λαζάρου, 
              Εκδόσεις Ζαχαρόπουλου 1959.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου