"Δεν είναι το μέγεθος των πράξεών μας που έχει σημασία, αλλά η ποσότητα της αγάπης που βάζουμε σε αυτές" Πλάτων

Ο Πλάτανος είναι ένα γραφικό χωριό, περίπου οκτακοσίων κατοίκων που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αρχαία Ολυμπία...

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

ΥΠΑΤΙΑ




Η Υπατία γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 μ.χ και πέθανε στην ίδια πόλη το 415.
Ηταν η πρώτη γυναίκα που είχε μιά ουσιαστική συμβολή στην ανάπτυξη των μαθηματικών. Η Υπατία ήταν κόρη του μαθηματικού και φιλοσόφου Θέωνα της Αλεξάνδρειας και είναι αρκετά σίγουρο ότι μελέτησε τα μαθηματικά κάτω από τη καθοδήγηση και την εκπαίδευση του πατέρα της. Είναι μάλλον αξιοπρόσεκτο ότι η Υπατία έγινε επικεφαλής της σχολής των Πλατωνιστών στην Αλεξάνδρεια περίπου το 400 μ.χ. Εκεί δίδαξε μαθηματικά και φιλοσοφία, ειδικότερα ασχολήθηκε με την διδασκαλία της φιλοσοφίας των Νεοπλατωνιστών. Η Υπατία βάσισε τις διδασκαλίες της στους Πλωτίνο, ιδρυτή του Νεοπλατωνισμού, και τον Ιάμβλιχο που ήταν ένας από τους υπεύθυνους για την ανάπτυξη του Νεοπλατωνισμού στο 300 μ.χ.
Ο Πλωτίνος δίδαξε ότι υπάρχει μια τελευταία πραγματικότητα που είναι πέρα από την προσιτότητα της σκέψης ή της γλώσσας. Το αντικείμενο της ζωής ήταν να στοχεύσει σε αυτή τη τελευταία πραγματικότητα που δεν θα μπορούσε ποτέ να περιγραφεί ακριβώς. Ο Πλωτίνος τόνισε ότι οι άνθρωποι δεν είχαν τη διανοητική ικανότητα να καταλάβουν πλήρως τη τελευταία πραγματικότητα ή τις συνέπειες της ύπαρξής της. Ο Ιάμβλιχος διέκρινε τα περαιτέρω επίπεδα πραγματικότητας σε μια ιεράρχηση των επιπέδων κάτω από τη τελευταία πραγματικότητα. Υπήρξε ένα επίπεδο πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε κάθε ευδιάκριτη σκέψη της οποίας το ανθρώπινο μυαλό ήταν ικανό.
Η Υπατία δίδαξε αυτές τις φιλοσοφικές ιδέες με μια μεγαλύτερη επιστημονική έμφαση από ότι οι πρώτοι οπαδοί του Νεοπλατωνισμού. Περιγράφεται από όλους τους σχολιαστές ως χαρισματικός δάσκαλος. Η Υπατία ήρθε να συμβολίσει την μάθηση και την επιστήμη που οι πρώτοι Χριστιανοί την ταύτιζαν με την ειδωλολατρεία. Εντούτοις, μεταξύ των μαθητών που δίδαξε στην Αλεξάνδρεια υπήρξαν πολλοί προεξέχοντες Χριστιανοί. Ένας από τους διασημότερους είναι ο Συνέσιος ο Κυρηναίος που επρόκειτο αργότερα να γίνει επίσκοπος Πτολεμαίδος. Πολλές από τις επιστολές που ο Συνέσιος έγραψε στην Υπατία έχουν συντηρηθεί και βλέπουμε κάποιες απο αυτές που γέμιζαν απο θαυμασμό και σεβασμό για τις διδακτικές και επιστημονικές ικανότητες της Υπατίας. Το 412 μ.χ ο Κύριλλος έγινε Επίσκοπος της Αλεξάνδρειας. Ρωμαίος δε έπαρχος της Αλεξάνδρειας ήταν ο Ορέστης. Ο Κύριλλος και ο Ορέστης ηταν σφοδροί πολιτικοί ανταγωνιστές. Η εκκλησία και το κράτος πάλεψαν για τον έλεγχο. Η Υπατία ήταν φίλη του Ορέστη και αυτό, μαζί με την προκατάληψη των Χριστιανών που θεωρούσαν τις φιλοσοφικές απόψεις της, ειδωλολατρικές, συνετέλεσαν ώστε η Υπατία να γίνει το σημείο εστίασης των ταραχών μεταξύ των Χριστιανών και των μη-Χριστιανών.
Μερικά χρόνια αργότερα, σύμφωνα με μια έκθεση, η Υπατία δολοφονήθηκε άγρια από τους μοναχούς Nitrian ένα φανατικό τμήμα των Χριστιανών που ήταν υποστηρικτές του Κύριλλου. Σύμφωνα με έναν άλλο απολογισμό (από το Σωκράτη το σχολαστικό) σκοτώθηκε από ένα όχλο Αλεξανδριανών. Δεν υπάρχουν στοιχεία, ότι η Υπατία ασχολήθηκε με μαθηματική έρευνα. Εντούτοις βοήθησε τον πατέρα της Θέωνα στο γράψιμο των σχολίων ένδεκα μερών απο το Almagest του Πτολεμαίου. Επίσης θεωρείται ότι βοήθησε τον πατέρα της στην παραγωγή μιας νέας έκδοσης των στοιχείων του Ευκλείδη που έχει γίνει η βάση για όλες τις πιό πρόσφατες εκδόσεις του Ευκλείδη.
Έκανε μόνο προσθήκες στο περιεχόμενο των "στοιχείων" και προσπάθησε να αφαιρέσει τις δυσκολίες που γίνονται αντιληπτές από τους αρχάριους στη μελέτη του βιβλίου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η έκδοσή του εγκρίθηκε από τους μαθητές στην Αλεξάνδρεια για τους οποίους γράφτηκε, καθώς επίσης και μετέπειτα από πιό παλαιότερους Έλληνες οι οποίοι το χρησιμοποίησαν σχεδόν αποκλειστικά. Τέλος για τη κοινή εργασία με τον πατέρα της, ενημερωνόμαστε από τον Suidas ότι η Υπατία έγραψε τα σχόλια στα Αριθμητικά του Διόφαντου, στις Κωνικές του Απολλώνιου και στις αστρονομικές εργασίες του Πτολεμαίου.

Κ.Γ.Σάλαρης

Η Μουσική στην Αρχαία Ελλάδα


Η Αρχαία Ελληνική Μουσική είναι από τα λιγότερο «φωτισμένα» κεφάλαια στο ευρύ πεδίο μελέτης του Ελληνικού Πολιτισμού. Αν και έχουμε την τύχη να γνωρίζουμε πολλά για τον ρόλο της και την διείσδυσή της στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, εν τούτοις ένα μεγάλο κομμάτι αυτής, που έχει να κάνει με τον ήχο και τον «τρόπο», παραμένει ανεξιχνίαστο. Μέσα από τις ιστορικές πηγές ωστόσο γίνεται παραπάνω από φανερό ότι η Μουσική στην Αρχαία Ελλάδα διαδραμάτιζε ένα ρόλο πιο σύνθετο και ουσιαστικό σε σχέση με τον αντίστοιχο ρόλο της στις μέρες μας. 
Σήμερα η Μουσική από την μια έχει μετατραπεί σε ένα ηχητικό «χαλί» που συνοδεύει ως υπόκρουση την καθημερινότητά μας – μέσα στο αυτοκίνητο, στα καταστήματα και φυσικά στους χώρους διασκέδασης – από την άλλη είναι ένα είδος «υψηλής τέχνης» που μοιάζει να απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε μυημένους και «φιλόμουσους».

Η Μουσική στην καθημερινότητα της Αρχαίας Ελλάδας

Στην Αρχαία Ελλάδα η Μουσική ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την καθημερινότητα όλων των ανθρώπων, και σαν μια σύνθετη καλλιτεχνική και πνευματική έκφραση είχε ιδιαίτερη θέση σε όλες τις εκδηλώσεις της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής. Η Μουσική, το Άσμα και η Όρχηση (συνήθως αλληλένδετα) ήταν οι χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της πολιτισμένης κοινωνίας και βασικοί παράγοντες - αλλά και δείκτες - ευζωίας.
Από τους αρχαϊκούς ήδη χρόνους η Μουσική άρχισε να αποκτά ένα όλο και πιο σύνθετο χαρακτήρα και ρόλο, με αποκορύφωμα την δημιουργία Μουσικών Αγώνων σε πολλές πόλεις. Οι αρχαιότεροι τέτοιοι καταχωρημένοι Αγώνες είναι τα “Κάρνεια” στην Αρχαία Σπάρτη, μια πόλη όπου η Μουσική γενικότερα κατείχε εξέχουσα θέση και ήταν άρρηκτα δεμένη με την εκπαίδευση των νέων.
Η Αθήνα έλαμψε κυριολεκτικά μετά τον 6ο αιώνα όταν πλέον η Μουσική έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στις δύο μεγάλες Εορτές της πόλης, τα Μεγάλα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια. Στο πλαίσιο των μεγάλων αυτών εορτών όχι μόνο γίνονταν μεγάλοι διαγωνισμοί αλλά αναπτύχθηκαν και τα σημαντικότερα μουσικά και ποιητικά είδη της εποχής με αποκορύφωμα βέβαια το Αρχαίο Δράμα.
Αν και η Μουσική είχε κατεξοχήν εορταστικό χαρακτήρα στο πλαίσιο τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών εορτών, καίριος ήταν ο ρόλος της στις θλιβερές στιγμές της ζωής και λυτρωτική η ένταξή της στις καθημερινές σκληρές – ίσως και ανιαρές – ώρες του μόχθου. Στις στιγμές της χαράς και του γλεντιού, στα συμπόσια και στις συγκεντρώσεις και φυσικά στους γάμους - ήταν αλληλένδετη με όλους τους ιδιωτικούς εορτασμούς αλλά και «σύντροφος» στην καθημερινότητα. Ένας αυλητής λ.χ. συνόδευε τις γυναίκες στο ζύμωμα, τους εργάτες στον τρύγο και τον θερισμό, τους κωπηλάτες αλλά και τους στρατιώτες στην πορεία προς την μάχη. Άρρηκτα δεμένος ο Αθλητισμός με την Μουσική, όχι μόνον γιατί οι μεγάλοι αθλητικοί αγώνες είχαν και μουσικούς διαγωνισμούς, αλλά γιατί ο αθλητής τόσο στην προπόνησή του όσο και στον αγώνα χρειαζόταν τον ρυθμό του μουσικού να τον ωθεί και να τον εμψυχώνει.

Ο θεϊκός χαρακτήρας της Μουσικής

Η Μουσική έχοντας θεϊκό χαρακτήρα για τους αρχαίους Έλληνες, θεράπευε ψυχή και σώμα, εξάγνιζε, καταπράυνε, ενέπνεε, παρακινούσε αλλά και ηρεμούσε. Όλα τα παραπάνω δικαιολογούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτιζε στις μεγάλες Εορτές της πόλης όπου μουσική, άσμα και όρχηση ήταν άρρηκτα δεμένα με τις εκδηλώσεις που είχαν κατεξοχήν θρησκευτικό χαρακτήρα – π.χ. στη μεγάλη γιορτή των Παναθηναίων στην Αθήνα.

Η Μουσική και οι άλλες Τέχνες

Στενά συνδεδεμένη με τα Μαθηματικά και τη Φιλοσοφία, η Μουσική στην Αρχαία Ελλάδα ήταν εύλογα ένα από τα βασικά μαθήματα στο πλαίσιο της παιδείας των νέων, ενώ η διασύνδεσή της ειδικότερα με την Ποίηση και το Θέατρο έπαιξε τεράστιο ρόλο. Πραγματικά χάρη σε αυτή διασώθηκαν στους αιώνες αριστουργήματα όπως τα Ομηρικά Έπη και οι Τραγωδίες. Πρωταγωνιστικός κυριολεκτικά ο ρόλος της Μουσικής στην Αρχαία Ελλάδα και θεμελιώδης για την ανάπτυξη και την ποικιλομορφία του Ελληνικού Πολιτισμού. Τη σημασία του αυτή επιθυμεί να αναδείξει ο Λύραυλος, αναδεικνύοντας τα αρχαία έργα με αυθεντικά μουσικά όργανα.

Πηγή:   www.lyravlos.gr

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Σοφοί δε προσιόντων

«Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.»
Φιλόστρατος. Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, VIII, Ζ

Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοιχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή

αυτών κάποτ' εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.

 
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Ἡ Πατρίδα μας

«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»

«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.

Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.

Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.

Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.

Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.

Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.

Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.

Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.

Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.

Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».

«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».

 

Γεώργιος Δροσίνης (1859 – 1951)

Θανάσης Βέγγος (1927 – 2011)


Ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου. Ταυτίστηκε με την εικόνα του αεικίνητου ανθρώπου («τρέχω σαν τον Βέγγο»), ενώ η ατάκα του «καλέ μου άνθρωπε!» τον χαρακτήρισε προσωπικά, καθώς ξεχώρισε για το ήθος και τη σεμνότητά του.
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927. Ήταν μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγγου. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Έτσι, ο Θανάσης άρχισε να εργάζεται από μικρός για να βοηθήσει την οικογένειά του. Για πολλά χρόνια ασχολήθηκε με την επεξεργασία δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του.
Κατά τα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του, τον Νίκο Κούνδουρο. Το 1954 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, στην ταινία του σκηνοθέτη Μαγική Πόλις και για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους σε ταινίες που άφησαν εποχή, δείχνοντας το μεγάλο και έμφυτο ταλέντο του.
Ο Θανάσης Βέγγος δεν σπούδασε υποκριτική. Το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι από Σχολή, αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο, με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Την ίδια χρονιά έκανε και το θεατρικό του ντεμπούτο, στην επιθεώρηση Ομόνοια πλατς πλουτς, δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη.
Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960.
Τα χρόνια που ακολούθησαν συνεργάστηκε, κυρίως, με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη και ανέπτυξε τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου ανθρώπου, που τον καθιέρωσε. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό, με ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλα, Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης.
Το 1964 ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής ΘΒ - Ταινίες Γέλιου. Έως το 1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, οι οποίες πρόσφεραν άφθονο γέλιο με τον σουρεαλισμό τους και τις τρελές ατάκες του πρωταγωνιστή τους. Ωστόσο, παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή.
Το 1971 η στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί σε θρίαμβο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με την ταινία Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;. Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου. Έναν χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία Θανάση, πάρε το όπλο σου! του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου.
Τη δεκαετία του '80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες. Θα επιστρέψει στον κινηματογράφο το 1991, με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλης εκφραστικότητας. Το 1995 συμμετείχε στην ταινία Το βλέμμα του Οδυσσέα, του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ κορυφαία στιγμή υπήρξε ο ρόλος του στο Όλα είναι δρόμος του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997 στο ρόλο του Δικαιόπολι στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία.
Στην τηλεόραση, ο Θανάσης Βέγγος εμφανίστηκε στις σειρές: Βεγγαλικά (ΕΡΤ, 1988), Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης (ΑΝΤ1, 1990), Περί ανέμων και υδάτων (Mega, 2002), Έρωτας, όπως έρημος (ΝΕΤ, 2003), Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου (ΑΝΤ1, 2006) και Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας (ΕΤ3, 2009).
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν παντρεμένος με την Ασημίνα Βέγγου, με την οποία απέκτησε δυο γιους κι έζησε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 3 Μαΐου του 2011.