"Δεν είναι το μέγεθος των πράξεών μας που έχει σημασία, αλλά η ποσότητα της αγάπης που βάζουμε σε αυτές" Πλάτων

Ο Πλάτανος είναι ένα γραφικό χωριό, περίπου οκτακοσίων κατοίκων που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αρχαία Ολυμπία...

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Η Μάχη Στις Θερμοπύλες



 
  480 π.χ. Ο Βασιλιάς Ξέρξης, γιός του Δαρείου, εκστρατεύει εναντίον  της Ελλάδος, για να εκδικηθεί την ήττα που είχε υποστεί ο πατέρας του το 490 π.χ. στον Μαραθώνα, αλλά και για να καταλάβει νέα εδάφη.

    Ήταν αρχηγός μιας μεγάλης αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Λιβύη, την Αιθιοπία έως την Ινδία και τη Θράκη.   Από όλα αυτά τα μέρη επιστράτευσε μεγάλο αριθμό μαχίμων ανδρών, τους οποίους οδήγησε εναντίον της Ελλάδος.


   Αφού σύζευξε τον Ελλήσποντο, πέρασε το στρατό του στην Ευρώπη και προχώρησε προς την Αθήνα. Ο στόλος του ακολουθούσε παραπλέοντας την ακτογραμμή. Όσοι έλληνες βρίσκονταν στο δρόμο του δήλωναν υποταγή και πρόσθεταν στο στρατό του, μάχιμους άνδρες ή στόλο. Τελευταίοι Έλληνες που «μήδισαν» ήταν οι Θεσσαλοί, οι οποίοι του χορήγησαν το περίφημο Θεσσαλικό ιππικό τους.
   Έτσι το 480 π.χ. βρίσκει τον Ξέρξη στρατοπεδευμένο στην περιοχή της Τραχίνης  στη Μαλίδα, προ των Θερμοπυλών, έχοντας μαζί του (πεζικό και ναυτικό), περίπου 2.640.000 μάχιμους άνδρες. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κάθε οπλίτης είχε έναν υπηρέτη, ο κάθε ιππέας είχε έναν ιπποκόμο κ.λ.π., τότε ο συνολικός αριθμός των στρατευμάτων του Ξέρξη ανέρχεται σε 5.283.000 άνδρες. Τον ακριβή δε, αριθμό των αρτοποιών, γυναικών, παλλακίδων και ευνούχων κανείς δε θα μπορούσε να τον δώσει, ούτε ακόμη και τον αριθμό των μεταγωγικών και των άλλων φορτηγών ζώων και των ινδικών σκύλων που ακολουθούσαν.


   Αντίστοιχα οι Έλληνες είχαν στρατοπεδεύσει στις Θερμοπύλες. Συγκεκριμένα, στη μεσαία Πύλη, όπου ήταν το στενότερο μέρος του περάσματος, πίσω από το ανοικοδομημένο τείχος των Φωκέων. Η μάχη έγινε για την άμυνα της μεσαίας Πύλης. Μόνο κατά την τελευταία ημέρα προχώρησαν στο πλατύτερο μέρος των στενών και τέλος αποσύρθηκαν στο λόφο πίσω από το τείχος.


Ο Ελληνικός στρατός του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες

   Οι Έλληνες που περίμεναν να αντιμετωπίσουν τον Πέρση σε εκείνο το μέρος ήταν οι εξής: Των Σπαρτιατών 300 0πλίτες και χίλιοι των Τεγεατών και των Μαντινέων, μισοί και μισοί, από τον Ορχομενό της Αρκαδίας 120 και από την υπόλοιπη Αρκαδία 1000. Τόσοι ήταν οι Αρκάδες. Από την Κόρινθο 400, από τον Φλειούντα 200 και 80 Μυκηναίοι. Αυτοί ήλθαν από την Πελοπόννησο. Από τη Βοιωτία δε, 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίοι.
   Σ’ αυτούς προστέθηκαν, αφού προσκλήθηκαν ως βοηθοί, οι οπούντιοι Λοκροί με όλες τους τις δυνάμεις και 1000 Φωκείς. Οι ίδιοι δηλαδή οι Έλληνες τους κάλεσαν με αγγελιοφόρους και τους είπαν, ότι αυτοί μεν είχαν έρθει ως προφυλακή των άλλων, οι δε υπόλοιποι σύμμαχοι αναμένονται από μέρα σε μέρα και ακόμη ότι ήσαν εξασφαλισμένοι από το μέρος της θάλασσας, η οποία φυλασσόταν από τους Αθηναίους και τους Αιγινήτες και όσους είχαν καταταχθεί στο ναυτικό και επομένως δεν έχουν τίποτε να φοβούνται. Διότι, τους έλεγαν, ότι δεν ήταν θεός αυτός που ερχόταν κατά της Ελλάδος, παρά άνθρωπος και ότι δεν υπάρχει θνητός ούτε θα υπάρξει, που από τη στιγμή που θα γεννηθεί δε θα τον βρει κάποια συμφορά, και όσο μεγαλύτερος είναι ο άνθρωπος τόσο μεγαλύτερη και η δυστυχία. Επομένως και αυτός που έρχεται, σαν θνητός που είναι, υπόκειται στον κίνδυνο να διαψευσθούν οι αλαζονικές του ελπίδες. Και εκείνοι όταν άκουσαν αυτά τα λόγια, έσπευσαν στην Τραχίνη να βοηθήσουν.

    Οι στρατιωτικές αυτές μονάδες είχαν βέβαια τους στρατηγούς τους, η κάθε πόλη τον δικό της, αλλά εκείνος που είχε το μεγαλύτερο κύρος και που ήταν γενικός αρχιστράτηγος όλων, ήταν ο Λακεδαιμόνιος Λεωνίδας, υιός του Αναξανδρίδη, υιού του Λέοντος, υιού του Ευρυκρατίδα, υιού του Αναξάνδρου, υιού του Ευρυκράτη, υιού του Πολυδώρου, υιού του Αλκαμένη, υιού του Τηλέκλου, υιού του Αρχέλα, υιού του Ηγησίλα, υιού του Δορύσσου, υιού του Λεωβότα, υιού του Εχεστράτου, υιού του Ήγιος, υιού του Ευρυσθένη, υιού του Αριστοδήμου, υιού του Αριστομάχου, υιού του Κλεοδαίου, υιού του Ύλλου, υιού του Ηρακλή.
   Αυτός είχε έρθει τότε στις Θερμοπύλες με 300 άνδρες, όπως όριζε ο νόμος, που τους εξέλεξε από αυτούς που είχαν παιδιά. Ήρθε φέρνοντας μαζί του και τους 400 Θηβαίους. Αυτών στρατηγός ήταν ο Λεοντιάδης του Ευρυμάχου. Αυτούς φρόντισε  να τους πάρει μαζί του ο Λεωνίδας για τον εξής λόγο: υπήρχε μεγάλη κατακραυγή εναντίον τους, ότι μηδίζουν. Τους κάλεσε λοιπόν στον πόλεμο, γιατί ήθελε να μάθει αν θα του στείλουν κι αυτοί στρατό ή θ’ αρνηθούν ρητά να συμπολεμήσουν με τους Έλληνες. Εκείνοι έστειλαν μεν, άλλα όμως είχαν στο νου τους.
   Το τμήμα αυτό (τους 300), το είχαν στείλει με τον Λεωνίδα οι Σπαρτιάτες ως πρωτοπόρους, για να τους δουν οι άλλοι σύμμαχοι και να ξεκινήσουν κι αυτοί για την εκστρατεία και να μη μηδίσουν, όταν μάθουν, ότι εκείνοι όλο αναβάλλουν. Αργότερα όμως, διότι τότε τους εμπόδιζαν τα Κάρνεια, σκόπευαν, άμα τελειώσουν οι γιορτές, ν’ αφήσουν μία φρουρά στη Σπάρτη και να σπεύσουν το ταχύτερο να βοηθήσουν πανστρατιά. Το ίδιο σχεδίαζαν να κάνουν και οι υπόλοιποι σύμμαχοι, γιατί είχε συμπέσει την ίδια εποχή, να γίνονται και οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επειδή λοιπόν πίστευαν ότι ο αγώνας στις Θερμοπύλες δεν πρόκειται να κριθεί τόσο γρήγορα, έστειλαν αυτήν την εμπροσθοφυλακή.
   Αυτά λοιπόν είχαν κατά νου να κάνουν  εκείνοι. Τους Έλληνες όμως, που ήσαν στις Θερμοπύλες, όταν ο Πέρσης πλησίασε στα στενά, τους έπιασε μεγάλος φόβος, και άρχισαν να συσκέπτονται, αν πρέπει να φύγουν. Οι άλλοι τώρα Πελοποννήσιοι είχαν τη γνώμη να πάνε στην Πελοπόννησο και εκεί να φρουρούν τον ισθμό. Ο Λεωνίδας όμως, όταν οι Φωκείς και οι Λοκροί εξεγέρθηκαν εναντίων αυτής της γνώμης, ψήφισε να μείνουν στις θέσεις τους και να στείλουν αγγελιοφόρους στις πόλεις να τους ζητήσουν να στείλουν και άλλες επικουρίες, και αφού τους τονίσουν ότι αυτοί είναι λίγοι να αποκρούσουν το στρατό των Μήδων.


Οι Πέρσες προ των Θερμοπυλών. Ξέρξης και Δημάρατος

   Ενώ εκείνοι συσκέπτονταν γι’ αυτά, ο Ξέρξης έστειλε έναν ιππέα κατάσκοπο να δει πόσοι είναι οι Έλληνες και τι κάνουν. Είχε ακούσει, τον καιρό που ήταν ακόμη στη Θεσσαλία, ότι είχε συγκεντρωθεί στο μέρος εκείνο λίγος στρατός και ότι επικεφαλείς ήσαν Λακεδαιμόνιοι υπό τον Λεωνίδα, από τη γενιά των Ηρακλειδών. Όταν πλησίασε το στρατόπεδο ο ιππέας, άρχισε να παρατηρεί και να εξετάζει, όχι όμως ολόκληρο το στρατόπεδο, διότι δεν μπορούσε να δει αυτούς που βρίσκονταν πίσω από το τείχος, το οποίο είχαν σηκώσει οι Έλληνες και το φρουρούσαν, και έτσι παρακολουθούσε αυτούς που ήταν έξω και είχαν λάβει θέσεις προ του τείχους. Συνέπεσε να βρίσκονται εκεί, εκείνη τη στιγμή, οι Λακεδαιμόνιοι. Άλλους έβλεπε να γυμνάζονται, και άλλους να χτενίζονται. Βλέποντας αυτά, απορούσε και υπολόγιζε πόσοι ήσαν. Όταν τα εξακρίβωσε καλά όλα, γύρισε πίσω με όλη του την ησυχία, γιατί κανείς δεν τον καταδίωκε, μάλιστα ούτε και του έδωσαν σημασία. Γύρισε και ανέφερε στον Ξέρξη όλα όσα είχε δει.
   Ακούγοντας αυτά ο Ξέρξης, δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συμβαίνει, διότι οι άνθρωποι αυτοί ετοιμάζονταν να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσους μπορέσουν. Επειδή όμως αυτά που έκαναν του φαίνονταν γελοία, έστειλε και φώναξε τον Δημάρατο του Αρίστωνος, που ήταν στο στρατόπεδό του. Ήλθε εκείνος και ο Ξέρξης τον ρωτούσε για το καθένα, περίεργος να μάθει τι σήμαιναν αυτά που έκαναν οι Λακεδαιμόνιοι.
   Και ο Δημάρατος του απάντησε: «Με άκουσες και πρώτα, τον καιρό που ξεκινούσαμε κατά της Ελλάδος, που σου είπα γι’ αυτούς τους άνδρες. Όταν όμως με άκουσες, με πήρες στην κοροϊδία, διότι σου έλεγα πως έβλεπα εγώ πως θα τελειώσει αυτή η επιχείρηση. Διότι εγώ, Βασιλιά, προσπαθώ με κάθε τρόπο να σου λέω πάντοτε την αλήθεια. Αλλά άκουσέ με άλλη μια φορά. Οι άνδρες αυτοί ήλθαν εδώ, για να μας πολεμήσουν, ώστε να μην περάσουμε και γι’ αυτό ετοιμάζονται. Θέλω να πω, ότι αυτό είναι το έθιμό τους: όταν πρόκειται να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους, τότε περιποιούνται την κόμη τους. Να ξέρεις και τούτο, εάν κατορθώσεις τούτους και τους άλλους που έμειναν στη Σπάρτη, τότε δεν υπάρχει άλλος λαός στον κόσμο, που θα σηκώσει χέρι εναντίον σου, Βασιλιά, και θα σου αντισταθεί. Γιατί τώρα επιτίθεσαι εναντίον του ευγενέστερου βασιλείου, που υπάρχει στην Ελλάδα, και των γενναιότερων ανδρών». Τα λόγια αυτά τώρα φαίνονταν στον Ξέρξη εντελώς απίστευτα και ρώτησε εκ νέου με ποιον τρόπο τόσο λίγοι που είναι θα μπορέσουν να πολεμήσουν με το δικό του στρατό. Και εκείνος απάντησε: «Βασιλιά, αν δε σου συμβούν αυτά όπως σου τα λέω, τότε να με μεταχειρισθείς ως ψεύτη». 



Οι μάχες των δύο πρώτων ημερών

   Αυτά του έλεγε, αλλά δεν έπειθε τον Ξέρξη. Άφησε λοιπόν να περάσουν τέσσερις ημέρες ελπίζοντας πάντοτε, ότι θα αποσυρθούν με τρόπο, την πέμπτη όμως, επειδή δεν έφευγαν, παρά επέμεναν ακλόνητοι, πράγμα που του φαινόταν ότι είναι αναίδεια και τρέλα, θύμωσε και στέλνει εναντίον του τους Μήδους και τους Κισσίους με τη διαταγή να τους πιάσουν ζωντανούς και να τους φέρουν ενώπιόν του. Όταν οι Μήδοι επεχείρησαν μία ορμητική έφοδο κατά των Ελλήνων, έπεφταν πολλοί απ’ αυτούς, αμέσως όμως έρχονταν στη θέση τους άλλοι και δεν οπισθοχωρούσαν παρόλο τις μεγάλες απώλειες που είχαν. Πράγμα που έδειχνε φανερά σε οποιονδήποτε, κυρίως όμως στο Βασιλιά, ότι ήσαν πολλοί μεν άνθρωποι, άνδρες όμως λίγοι. Η συμπλοκή διήρκησε όλη την ημέρα.
   Επειδή όμως οι Μήδοι συντρίβονταν, άρχισαν να υποχωρούν και στη θέση τους προχώρησαν οι Πέρσες, αυτοί που ο Βασιλιάς ονόμαζε Αθάνατους, με τον αρχηγό τους τον Υδάρνη, με την πεποίθηση ότι για άνδρες σαν αυτούς η νίκη θα ήταν εύκολη. Όταν όμως και αυτοί ήρθαν στα χέρια με τους Έλληνες, τίποτα παραπάνω δεν κατάφεραν από τα Μηδικά στρατεύματα. Το ίδιο συνέβη και μ’ αυτούς, επειδή δηλαδή μάχονταν σε στενό χώρο με δόρατα κοντύτερα από αυτά των Ελλήνων, δεν μπορούσαν να επωφεληθούν της αριθμητικής τους υπεροχής. Οι Λακεδαιμόνιοι εξάλλου μάχονταν ανάλογα, αποδείκνυαν και με άλλους τρόπους, ότι μεταξύ ανθρώπων που δεν γνώριζαν την τέχνη του πολέμου, αυτοί την γνώριζαν σε βάθος. Και προπάντων με αυτό, κάθε φορά που έστρεφαν τα νώτα, ότι τάχα τρέπονταν σε φυγή, διατηρούσαν τον πυκνό τους σχηματισμό, και οι βάρβαροι, σαν τους έβλεπαν να φεύγουν, άρχιζαν να τους καταδιώκουν με φωνές και με θόρυβο, αλλά εκείνοι, τη στιγμή που τους πλησίαζαν, έκαναν επιθετική επιστροφή αντιμέτωποι και θέριζαν αναρίθμητο πλήθος Περσών. Εκεί έπεφταν και Σπαρτιάτες. Λίγοι όμως. Τέλος οι Πέρσες, επειδή δεν μπορούσαν να κερδίσουν καθόλου έδαφος στο στενό, παρ’ όλες τις απόπειρες που έκαναν επιτιθέμενοι κατά τάγματα και με διάφορους άλλους τρόπους, αποσύρονταν.
   Λένε, ότι κατά τις εφόδους αυτές ο Βασιλιάς που αγνάντευε τη μάχη, αναπήδησε τρεις φορές από το θρόνο του, γιατί φοβήθηκε για το στρατό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διεξήχθη η μάχη εκείνη τη μέρα, αλλά και την επομένη οι βάρβαροι δεν κατόρθωσαν τίποτα περισσότερο. Επειδή δηλαδή οι αντίπαλοί τους ήταν λίγοι, με την ελπίδα ότι ήσαν κατατρυπημένοι από τα τραύματα και έτσι δε θα είναι πλέον σε θέση να φέρουν αντίσταση, άρχισαν τις επιθέσεις. Οι Έλληνες όμως ήσαν παρατεταγμένοι σε διαδοχικές γραμμές και μάχονταν κατά πόλεις εκτός των Φωκέων. Αυτοί είχαν ταχθεί στο βουνό για να φρουρούν το μονοπάτι. Και οι Πέρσες βλέποντας ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει από όσα είχαν δει την προηγούμενη ημέρα, αποσύρθηκαν.


Η τρίτη ημέρα. Η κυκλωτική κίνηση του Υδάρνη

   Ο Βασιλιάς απορούσε τι να κάνει, όπως ήρθαν τα πράγματα, όταν τότε παρουσιάστηκε σ’ αυτόν ένας Μαλιεύς, κάτοικος της περιοχής, ο Εφιάλτης του Ευρυδήμου. Αυτός φανταζόταν ότι θα έπαιρνε από το Βασιλιά καμιά μεγάλη αμοιβή, και του εξήγησε για το μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στις Θερμοπύλες μέσα από το βουνό και με αυτόν τον τρόπο έφερε την καταστροφή των Ελλήνων που αντιμετώπισαν εκεί τον εχθρό. Αργότερα φοβήθηκε τους Λακεδαιμόνιους και κατέφυγε στη Θεσσαλία, και μετά τη φυγή, σε μία σύνοδο των Αμφικτυόνων στην Πυλαία, οι Πυλαγόρες τον επικήρυξαν αντί χρηματικού ποσού. Γύρισε ύστερα από καιρό στην πατρίδα του, την Αντίκυρα, και εκεί τον σκότωσε ένας Τραχήνιος, ο Αθηνάδης. Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του Εφιάλτη μετά απ’ αυτά τα γεγονότα.
(Υπάρχει όμως και μια άλλη φήμη, ότι δηλαδή ένας Καρύστιος, ο Ονήτης του Φαναγόρα, και ένας Αντικύριος, ο Κορυδαλλός, αυτοί είναι που έκαναν στο Βασιλιά αυτές τις προτάσεις και έδειξαν στους Πέρσες το δρόμο γύρω από το βουνό. Αλλά είναι η λιγότερο πιθανή εκδοχή)
   Ο Ξέρξης, επειδή του άρεσαν όσα του υπόσχονταν να του κάνει ο Εφιάλτης, και γεμάτος χαρά, έστειλε αμέσως τον Υδάρνη με το στρατό του (Αθάνατοι). Ξεκίνησαν την ώρα που ανάβουν τους λύχνους. Το μονοπάτι αυτό τοείχαν ανακαλύψει οι ντόπιοι Μαλιείς  και απ’ αυτήν είχαν οδηγήσει τους Θεσσαλούς εναντίων των Φωκέων τον καιρό που οι Φωκείς είχαν κλείσει με τείχος τα στενά και ήσαν εξασφαλισμένοι από τον πόλεμο. Οι Πέρσες προχωρούσαν όλη τη νύχτα, αφού πέρασαν πρώτα τον Ασωπό ποταμό, έχοντας δεξιά τα βουνά των Οιταίων και αριστερά τα βουνά των Τραχινίων. Άρχιζε λοιπόν να γλυκοχαράζει και εκείνοι έφθασαν στο ψηλότερο σημείο του βουνού. Σε εκείνο το μέρος φρουρούσαν χίλιοι οπλίτες Φωκείς, προστατεύοντας τη χώρα τους και ταυτόχρονα φυλάσσοντας το μονοπάτι. Γιατί τα στενά κάτω τα φρουρούσαν οι υπόλοιποι Έλληνες ενώ το μονοπάτι στο βουνό είχαν ζητήσει από τον Λεωνίδα να το επιτηρούν μόνοι τους.
   Τους αντιλήφθηκαν (τους Πέρσες), τότε οι Φωκείς, ότι είχαν ανεβεί, και να πως: Επειδή όλο το βουνό εκείνο ήταν κατάφυτο από βελανιδιές, οι Πέρσες δεν έγιναν αντιληπτοί κατά την ανάβαση. Ήταν λοιπόν άπνοια και επειδή γινόταν πολύς θόρυβος, όπως ήταν φυσικό, από τα φύλλα που ήσαν σκορπισμένα στο έδαφος, πετάχτηκαν πάνω οι Φωκείς και φορούσαν τα όπλα τους, όταν, να ‘σου οι βάρβαροι μπροστά τους. Όταν είδαν αυτοί άνδρες να βάζουν τα όπλα τους, έμειναν κατάπληκτοι, γιατί ενώ περίμεναν να τους παρουσιαστεί αντίσταση μπροστά τους, τώρα συνάντησαν στρατό. Τότε ο Υδάρνης κατατρομαγμένος, μήπως οι Φωκείς ήσαν Λακεδαιμόνιοι, ρώτησε τον Εφιάλτη από ποιο μέρος ήταν αυτός ο στρατός, όταν όμως έμαθε την αλήθεια, άρχισε να παρατάσσει τους Πέρσες για μάχη. Οι δε Φωκείς, καθώς τους τόξευαν οι εχθροί με πολλά και πυκνά βέλη, κατέφυγαν στο ψηλότερο μέρος του βουνού πεπεισμένοι, ότι η επίθεση ήταν εξ’ αρχής γι’ αυτούς και ήσαν αποφασισμένοι να σκοτωθούν. Εκείνοι λοιπόν αυτά είχαν κατά νου, αλλά οι Πέρσες, που συνόδευαν τον Εφιάλτη και τον Υδάρνη, δεν έδωσαν καμία σημασία στους Φωκείς, παρά άρχισαν να κατεβαίνουν από το βουνό με γρήγορο βήμα.

Οι περισσότεροι των συμμάχων αποχωρούν
   Στους Έλληνες, που ήσαν στις Θερμοπύλες, πρώτος ο μάντης Μεγιστίας, αφού εξέτασε τα σπλάχνα των θυμάτων, ανακοίνωσε το θάνατο που τους περίμενε την αυγή. Έπειτα, λιποτάκτες τους έφεραν την είδηση για την κυκλωτική κίνηση των Περσών. Ήταν ακόμη νύχτα, όταν αυτοί έφεραν τις ειδήσεις, και τελευταίοι οι ημεροσκόποι που κατέβηκαν τρεχάτοι από τις κορυφές, όταν πλέον άρχισε να φέγγει. Τότε οι Έλληνες άρχισαν να συσκέπτονται και οι γνώμες τους διχάζονταν. Άλλοι δηλαδή δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, άλλοι όμως αντέτειναν. Ως εκ τούτου χώρισαν και άλλοι μεν έφυγαν, σκόρπισαν και πήραν το δρόμο ο καθένας για την πόλη του, άλλοι απ’ αυτούς είχαν πάρει την απόφαση να μείνουν επί τόπου με τον Λεωνίδα.
   Λένε όμως και το άλλο, ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας τους έδιωξε  από το ενδιαφέρον του μη χαθούν, ενώ για τον ίδιο και για τους Σπαρτιάτες που ήταν μαζί του δεν άρμοζε, έλεγε, να εγκαταλείψουν τις θέσεις, των οποίων είχαν έρθει από την αρχή να εξασφαλίσουν την άμυνα. Αυτή είναι και η γνώμη του Ηρόδοτου, ότι δηλαδή, όταν αντιλήφθηκε ο Λεωνίδας ότι οι σύμμαχοι ήταν απρόθυμοι και δεν είχαν τη διάθεση να κινδυνεύσουν μαζί του ως το τέλος, τους διέταξε να φύγουν, γι’ αυτόν όμως θα ήταν αίσχος να φύγει, ενώ αντιθέτως αν έμενε εκεί, θα άφηνε όνομα δοξασμένο και δεν θα αμαυρωνόταν και η τιμή της Σπάρτης. Είχε δηλαδή δοθεί ένας χρησμός από την Πυθία στους Σπαρτιάτες, που την συμβουλεύθηκαν για τον πόλεμο αυτόν, αμέσως από την αρχή του, ότι ή θα καταστραφεί εξ’ ολοκλήρου η Λακεδαίμονα από τους βαρβάρους, ή θα χαθεί ο βασιλιάς τους. Το χρησμό αυτόν τους τον έδωσε σε εξάμετρους στίχους και να τι έλεγε: «Και σεις που κατοικείτε την ευρύχωρο Σπάρτη, ή η μεγάλη και περήφανη πόλη σας χάνεται, ή αν δε γίνει αυτό, η χώρα του Λακεδαίμονα θα κλάψει το βασιλιά της, της γενεάς του Ηρακλή, γιατί εκείνον ούτε των ταύρων ούτε των λιονταριών η δύναμη θα μπορέσει να τον συγκρατήσει, γιατί έχει του Δία τη δύναμηκαι δε θα σταματήσει, σου το λέω, παρά όταν τον κάνει κομμάτια τον έναν από τους δυό».  Αυτόν λοιπόν τον χρησμό ίσως είχε στο νου του ο Λεωνίδας και επιθυμώντας να εξασφαλίσει δόξα για τους Σπαρτιάτες μόνους έδιωξε τους συμμάχους. Βέβαια καλύτερα αυτό, παρά να τους αφήσει να φύγουν, γιατί διαφώνησαν μαζί του και παρά τους κανόνες της πειθαρχίας.
   Γι’ αυτό, υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία πολύ σημαντική, ότι δηλαδή και τον Ακαρνάνα μάντη Μεγιστία, που συνόδευε το στρατό, για τον οποίο έλεγαν ότι το γένος του κρατούσε από τον Μελάμποδα, αυτόν που τους είπε αφού εξέτασε τα σπλάχνα των θυμάτων τι τους μέλλει να πάθουν, και αυτόν ο Λεωνίδας είναι αναμφισβήτητο ότι ήθελε να τον διώξει, για να μη χαθεί μαζί μ’ εκείνους. Εκείνος όμως, αν και τον έδιωχνε, δεν ήθελε ο ίδιος να τους αφήσει, παρά έδιωξε το παιδί του, που είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία και που ήταν μοναχογιός.
   Λοιπόν οι σύμμαχοι τους οποίους έδιωχνε, υπάκουσαν στον Λεωνίδα και σηκώθηκαν κι έφυγαν, μόνοι δε έμειναν μαζί με τους Λακεδαιμόνιους οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι. Απ’ αυτούς οι μεν Θηβαίοι έμεναν παρά τη θέλησή τους, δεν ήθελαν να μείνουν (γιατί τους κρατούσε ο Λεωνίδας θεωρώντας τους ως ομήρους – για να δείξουν ότι δεν μήδισαν), αντιθέτως οι Θεσπιείς έμειναν με όλη τους την ευχαρίστηση. Αυτοί δεν εννοούσαν να παρατήσουν τον Λεωνίδα και τους συντρόφους του και να φύγουν. Έμεινανεκεί και σκοτώθηκαν όλοι μαζί. Στρατηγός τους ήταν ο Δημόφιλος του Διαδρόμου.


Οι τελευταίες μάχες

   Ο Ξέρξης, αφού με την ανατολή του ηλίου προσέφερε σπονδές, περίμενε ως την ώρα περίπου που γεμίζει η αγορά και τότε εξαπέλυσε επίθεση, γιατί αυτή την εντολή είχε από τον Εφιάλτη, και αυτό επειδή η κατάβαση από το βουνό ήταν συντομότερη και πολύ μικρότερη η απόσταση απ’ ότι ο γύρος του βουνού και η ανάβαση. Οπότε λοιπόν οι γύρω από τον Ξέρξη βάρβαροι προχωρούσαν και ταυτόχρονα οι γύρω από τον Λεωνίδα Έλληνες, σαν άνδρες που βαδίζουν στο θάνατο, τώρα προχωρούσαν εναντίων τους στο πλατύτερο μέρος του στενού, πολύ περισσότερο τώρα παρά στην αρχή. Τις πρώτες δηλαδή μέρες, εφ’ όσον έπρεπε να φρουρούν το προστατευτικό οχύρωμα, ήταν συνεπτυγμένοι στα στενότερα σημεία και μαχόντουσαν εκεί. Τότε όμως ήρθαν στα χέρια έξω από τα στενά και έπεφτε πλήθος πολύ βάρβαροι, γιατί πίσω από τα τάγματα οι αρχηγοί τους κρατούσαν μαστίγια και μαστίγωναν αδιακρίτως όλους ωθώντας τους πάντοτε προς τα μπρος. Οπότε, όπως ήταν επόμενο, πολλοί απ’ αυτούς έπεφταν στη θάλασσα, αλλά πολλοί περισσότεροι ποδοπατούνταν ζωντανοί ο ένας με τον άλλο, χωρίς κανένας να λογαριάζει αυτόν που χανόταν. Επειδή δηλαδή (οι Έλληνες) ήξεραν, ότι τους περιμένει ο θάνατος από εκείνους που έκαναν την κυκλωτική κίνηση από το βουνό, έβαζαν όλα τους τα δυνατά κατά των βαρβάρων, χωρίς να λογαριάζουν τον κίνδυνο με την τρέλα της απελπισίας.
   Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν των περισσοτέρων τα δόρατα είχαν σπάσει, αλλά ξέκαναν τους Πέρσες με τα ξίφη. Στη συμπλοκή έπεσε και ο Λεωνίδας όπου αναδείχθηκε άνδρας εξαιρετικά γενναίος, και μαζί μ’ αυτόν και άλλοι ονομαστοί Σπαρτιάτες. Από τους Πέρσες επίσης έπεσαν πολλοί και ονομαστοί, και μεταξύ αυτών δύο παιδιά του Δαρείου, ο Αβροκόμας και ο Υπεράνθης, που τους είχε γεννήσει ο Δαρείος από την Φραταγούνη τη θυγατέρα του Αρτάνη. Ο Αρτάνης αυτός ήταν αδελφός του βασιλιά Δαρείου και παιδί του Υστάσπη, γιού του Αρσάμη. Αυτός, όταν πάντρευε την κόρη του με τον Δαρείο, του έδωσε όλη του την περιουσία, γιατί μόνο αυτό το παιδί είχε.
   Δύο λοιπόν αδελφοί του Ξέρξη έπεσαν τότε μαχόμενοι, και μεταξύ των Περσών και των Λακεδαιμονίων έγινε μια άγρια πάλη για τον νεκρό του Λεωνίδα, ως που τέλος οι Έλληνες έσυραν το σώμα του προς το μέρος τους και έτρεψαν σε φυγή τους αντιπάλους τέσσερις φορές. Αυτό διαρκούσε έως ότου έφθασαν εκείνοι με τον Εφιάλτη. Όταν όμως οι Έλληνες έμαθαν ότι εκείνοι είχαν φθάσει, τότε πλέον ο αγώνας άλλαξε όψη. Άρχισαν δηλαδή να υποχωρούν προς το στενό μέρος του δρόμου και αφού προσπέρασαν το τείχος, πήγαν και πήραν θέσεις συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, εκτός των Θηβαίων, επάνω στο μικρό λόφο που είναι στην είσοδο των στενών, όπου σήμερα στέκει ο μαρμάρινος λέων προς τιμή του Λεωνίδα. Σε εκείνο το μέρος κρατούσαν άμυνα με τα σπαθιά τους, όσοι έτυχε να μείνουν ακόμη, και με τα χέρια τους και με τα δόντια, ως που οι βάρβαροι τους κατέχωσαν με τα βλήματά τους, άλλοι κατά μέτωπο που είχαν γκρεμίσει το οχύρωμα του τείχους και άλλοι, αυτοί που έκαναν την κυκλωτική κίνηση, γύρω γύρω από παντού.



Αυτοί που ξεχώρισαν

   Τέτοιον ηρωισμό  έδειξαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θεσπιείς. Εν τούτοις διηγούνται, ότι ένας τους τους ξεπέρασε σε ηρωισμό, ο Σπαρτιάτης Διηνέκης, ο οποίος λένε, πριν αρχίσει η συμπλοκή με τους Μήδους, είπε αυτά τα λόγια: όταν δηλαδή άκουσε από κάποιον Τραχίνιο, ότι όταν οι βάρβαροι τοξεύουν, ο ήλιος κρύβεται από τα πολλά βέλη, τόσο πολλά είναι, αυτός χωρίς καθόλου να ταραχθεί και χωρίς να δώσει καμιά σημασία στο μεγάλο αριθμό των Μήδων απάντησε, ότι ο ξένος Τραχίνιος μόνο καλές ειδήσεις του έφερε, αφού οι Μήδοι κρύβουν τον ήλιο και έτσι θα κάνουν τη μάχη στον ίσκιο και όχι στον ήλιο. Τέτοια λόγια και άλλα παρόμοια λένε, ότι άφησε ο Λακεδαιμόνιος Διηνέκης ως μνημεία για τους μεταγενέστερους. Μετά απ’ αυτόν λέγεται, ότι διακρίθηκαν δύο αδελφοί από τη Λακεδαίμονα, ο Αλφεός και ο Μάρων, παιδιά του Ορσιφάντου. Από τους Θεσπιείς ο πιο γενναίος φάνηκε ο Διθύραμβος του Αρματίδη.


Επιγράμματα στους πεσόντες

   Προς τιμή των ανδρών αυτών, που τους έθαψανστο μέρος ακριβώς που έπεσαν, και των άλλων που σκοτώθηκαν πριν φύγουν τα τμήματα που έδιωξε ο Λεωνίδας, χάραξαν επιγράμματα που έλεγαν:

«Μυριάσιν ποτέ τήδε τριηκοσίαις εμάχοντο
Εκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες»
(Εδώ κάποτε πολεμούσαν με τριακόσιες χιλιάδες
Τέσσερις χιλιάδες Πελοποννήσιοι)

Το επίγραμμα αυτό ήταν βέβαια για όλους, ιδιαίτερα όμως για τους Σπαρτιάτες αυτό:

«Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε
Κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»
(Ξένε, να πεις στους Λακεδαιμόνιους, ότι είμαστε εδώ
Θαμμένοι υπακούοντες στους νόμους εκείνων)

Αυτό προς τιμή των Λακεδαιμονίων βέβαια, και για τον μάντη αυτό:

«Μνήμα τόδε κλεινοίο Μεγιστία, ον πότε Μήδοι
Σπερχειόν ποταμόν κτείναν αμειψάμενοι,
Μάντιος, ος τότε Κήρας επερχομένας σάφα ειδώς
Ουκ έτλη Σπάρτης ηγεμόνας προλιπείν»
(Τούτο το μνημείο είναι του ξακουστού Μεγιστέα, που κάποτε οι Μήδοι,
σαν πέρασαν τον Σπερχειό ποταμό, τον σκότωσαν,
του μάντη, που μ’ όλο που ήξερε καλά το θάνατο που τον περίμενε,
όμως δεν καταδέχτηκε να παρατήσει το βασιλιά της Σπάρτης.

   Εκείνοι τώρα που ετίμησαν τους άνδρες αυτούς με επιγράμματα και με στήλες, εκτός από το επίγραμμα του Μεγιστία, ήσαν οι Αμφικτύονες. Του μάντη Μεγιστία όμως το επίγραμμα το έγραψε ο Σιμωνίδης, ο γιος του Λεωπρέπη, που ήταν φίλος του.


Ο Αριστόδημος

   Για δύο από τους τριακοσίους αυτούς, τον Εύρητο και τον Αριστόδημο, διηγούνται αυτό: ενώ ήταν στο χέρι τους και των δύο αυτών να συνεννοηθούν και ή να γυρίσουν πίσω μαζί στη Σπάρτη, γιατί ο Λεωνίδας τους είχε επιτρέψει να φύγουν από το στρατόπεδο και ήσαν κατάκοιτοι στους Αλπηνούς, επειδή υπέφεραν από οξύτατη πάθηση των ματιών, ή εάν βέβαια δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, να σκοτωθούν μαζί με τους άλλους, και ενώ μπορούσαν να κάνουν τότε ένα από τα δύο αυτά, δεν θέλησαν να συμφωνήσουν παρά οι γνώμες τους διχάσθηκαν. Και ο μεν Εύρητος, όταν έμαθε την κυκλωτική κίνηση των Περσών, ζήτησε τα όπλα του, τα ντύθηκε και διέταξε τον είλωτά του να τον οδηγήσει στο μέρος όπου γινόταν η μάχη, και όταν αυτός τον οδήγησε εκεί, ο μεν συνοδός του έφυγε αμέσως, αυτός όμως όρμησε μέσα στη μάχη και σκοτώθηκε, ενώ ο Αριστόδημος λιγοψύχησε κι έτσι γλύτωσε. Εάν τώρα βέβαια γύριζε άρρωστος στη Σπάρτη μόνος ο Αριστόδημος, ή αν επέστρεφαν και οι δύο μαζί, πιστεύω ότι οι Σπαρτιάτες δε θα ξεσπούσαν το θυμό τους σ’ αυτούς. Τώρα όμως που ο ένας τους χάθηκε, ενώ ο άλλος, μολονότι δεν είχε φέρει άλλη δικαιολογία, δε θέλησε να θυσιασθεί, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, παρά να εξοργισθούν φοβερά με τον Αριστόδημο.
   Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο λένε μερικοί, ότι γλύτωσε ο Αριστόδημος και γύρισε στη Σπάρτη και με αυτή τη δικαιολογία. Άλλοι όμως διηγούνται, ότι τον έστειλαν από το στρατόπεδο να μεταφέρει μία αγγελία και ενώ μπορούσε να επιστρέψει και να προλάβει τη μάχη, όσο διαρκούσε ακόμη, αυτός δε θέλησε, παρά αργοπόρησε στο δρόμο, κι έτσι διέφυγε, ενώ ο άλλος αγγελιοφόρος, ο σύντροφός του, έφθασε εγκαίρως στη μάχη και σκοτώθηκε.
   Όταν όμως επέστρεψε στη Λακεδαίμονα ο Αριστόδημος, ήταν αντικείμενο γενικής περιφρονήσεως και εξευτελισμών. Όλοι τον περιφρονούσαν και να τι του έκαναν: ούτε φωτιά του έδινε κανένας Σπαρτιάτης ν’ ανάψει, ούτε του μιλούσε, παρά τον καταντρόπιαζαν, ονομάζοντάς τον: ο δειλός Αριστόδημος, αλλά αυτός στη μάχη των Πλαταιών επανόρθωσε πλήρως αυτό, για το οποίο τον είχαν κατηγορήσει.


Οι Θηβαίοι παραδίνονται στους Πέρσες

   Όσο για τους Θηβαίους, των οποίων στρατηγός ήταν ο Λεοντιάδης, όσο ήταν μαζί με τους Έλληνες, μάχονταν εναντίων του στρατού του Βασιλιά, επειδή ήσαν αναγκασμένοι να το κάνουν. Μόλις όμως είδαν ότι υπερισχύουν οι Πέρσες, και τους Έλληνες με τον Λεωνίδα να τρέχουν στο μικρό λόφο, τότε πλέον χωρίστηκαν από αυτούς και με τα χέρια ψηλά προχωρούσαν προς τους βαρβάρους λέγοντας, και αυτό είναι αλήθεια, ότι μηδίζουν και ότι ήσαν από τους πρώτους που έδωσαν γη και ύδωρ στον Βασιλιά, και ότι η ανάγκη τους έκανε και ήλθαν στις Θερμοπύλες και ότι δεν ήσαν υπεύθυνοι για το κακό που είχε γίνει στον Βασιλιά. Το αποτέλεσμα ήταν να σωθούν με αυτά που έλεγαν, γιατί σε όσα έλεγαν είχαν μάρτυρες και τους Θεσσαλούς. Εν τούτοις αυτό δεν τους βγήκε πέρα σε καλό, γιατί μόλις παρουσιάστηκαν και τους έβαλαν στο χέρι οι βάρβαροι, άλλους μεν, όχι πολλούς, τους σκότωσαν την ώρα που πλησίαζαν, τους περισσότερους όμως απ’ αυτούς διέταξε ο Βασιλιάς και άρχισαν να τους στιγματίζουν με τα βασιλικά στίγματα αρχίζοντας από τον στρατηγό τους, τον Λεοντιάδη, του οποίου το γιό Ευρύμαχο ύστερα από χρόνια, τον καιρό που ήταν στρατηγός των τετρακοσίων Θηβαίων και κατέλαβε την πόλη των Πλαταιών, τον σκότωσαν οι Πλαταιείς.

Έτσι λοιπόν πολέμησαν οι Έλληνες, που ήσαν στις Θερμοπύλες. 



Γιώργος Φράγκος

Βιβλιογραφία
Ηρόδοτος/Μούσες/Πολύμνια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου