"Δεν είναι το μέγεθος των πράξεών μας που έχει σημασία, αλλά η ποσότητα της αγάπης που βάζουμε σε αυτές" Πλάτων

Ο Πλάτανος είναι ένα γραφικό χωριό, περίπου οκτακοσίων κατοίκων που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αρχαία Ολυμπία...

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ξέρξης και Δημάρατος στον Δορίσκο του Έβρου




   Αφού ο στρατός του Ξέρξη πέρασε τον Ελλήσποντο, στρατοπέδευσε σε μία πεδιάδα με παραλία, η οποία αρδευόταν και περιβαλλόταν από τον Έβρο. Εκεί οι Πέρσες από την εποχή του πολέμου του Δαρείου με τους Σκύθες, είχαν χτίσει έναν βασιλικό πύργο, και είχαν εγκαταστήσει περσική φρουρά. Τον πύργο αυτόν τον ονόμαζαν Δορίσκο.

   Εκείνο το μέρος λοιπόν, θεώρησε κατάλληλο ο Ξέρξης, ώστε να κάνει επιθεώρηση του στρατού και του στόλου.

  Αφού επιθεώρησε το στόλο επιβαίνοντας σε πλοίο και αποβιβάσθηκε στην ξηρά, έστειλε και φώναξε τον Δημάρατο, το γιό του Αρίστωνος, ο οποίος είχε καταφύγει σ’ αυτόν όταν τον έδιωξαν οι Σπαρτιάτες και υπήρξε βασιλιάς τους. Αυτός τον συνόδευε στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδος. Τον κάλεσε λοιπόν και του έκανε την εξής ερώτηση: «Δημάρατε, αυτή τη στιγμή μου έρχεται η όρεξη να σ’ ερωτήσω κάτι που θέλω. Εσύ είσαι Έλληνας και, όπως μαθαίνω και από σένα και από τους άλλους Έλληνες, με τους οποίους έρχομαι σε επαφή, από πόλη ούτε μικρή ούτε και αδύναμη. Τώρα λοιπόν πες μου τούτο, αν δηλαδή οι Έλληνες θα αντισταθούν και θα τολμήσουν να σηκώσουν χέρι εναντίων μου. Διότι εγώ έχω τη γνώμη, ότι ποτέ, ούτε και αν ενωθούν όλοι οι Έλληνες μαζί και οι υπόλοιποι άνθρωποι, που κατοικούν προς το μέρος της Δύσης, δεν είναι αξιόμαχοι, ώστε να αντισταθούν στη δική μου επίθεση, και μάλιστα εάν δεν είναι μονιασμένοι. Παρ’ όλα αυτά θέλω να μάθωκαι τη δική σου γνώμη, σαν τι λες και συ.»

   Αυτή την ερώτηση του έκανε, και ο άλλος απάντησε και είπε: «Βασιλιά μου, τι προτιμάς, να σου πω την αλήθεια ή να σου πω αυτά που θα σε ευχαριστήσουν;» Και εκείνος τον διέταξε να πει την αλήθεια και πρόσθεσε, ότι δε θα δυσαρεστηθεί καθόλου μαζί του, παρά θα τον έχει όπως πρώτα.

   Άμα το άκουσε αυτό ο Δημάρατος, άρχισε να του λέει: «Ε λοιπόν Βασιλιά μου, επειδή με διατάζεις ρητά να σου πω την αλήθεια και να σου πω πράγματα, για τα οποία να μη βγω ψεύτης αργότερα, σου λέω, ότι η Ελλάς με τη φτώχεια είναι ανέκαθεν αχώριστοι σύντροφοι, αλλά με αυτήν συνδυάζει το θάρρος, δημιούργημα της ευφυΐας των Ελλήνων και της αυστηρής πειθαρχίας, και με το θάρρος αυτό η Ελλάδα αποφεύγει και τη φτώχεια και την υποδούλωση. Επαινώ βέβαια όλους τους Έλληνες, που κατοικούν στους Δωρικούς εκείνους τόπους, αλλά τα λόγια που θα αναφέρω, δεν τα λέω για όλους, αλλά για τους Λακεδαιμόνιους μόνο. Πρώτα δηλαδή, ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να δεχθούν τις προτάσεις σου, που σημαίνουν υποδούλωση της Ελλάδος, και έπειτα, ότι θα έρθουν εναντίον σου, για να σε πολεμήσουν, έστω και αν όλοι οι άλλοι Έλληνες ταχθούν με το μέρος σου.                 

   Όσο για τον αριθμό τους, να μη με ρωτήσεις, πόσοι είναι, ώστε να τολμήσουν να το κάνουν αυτό, γιατί και χίλιοι αν τύχει να λάβουν μέρος στην εκστρατεία, αυτοί θα σε πολεμήσουν, κι αν ακόμη είναι λιγότεροι, είτε και περισσότεροι.

   Γέλασε σαν άκουσε αυτά τα λόγια ο Ξέρξης και είπε: «Δημάρατε τι λόγος είναι αυτός που ξεστόμισες; Χίλιοι άνδρες θα πολεμήσουν προς τόση πολυάριθμη στρατιά; Έλα τώρα πες μου, συ ισχυρίζεσαι ότι ο ίδιος ήσουν βασιλιάς αυτών των ανθρώπων. Εσύ λοιπόν θα το δεχθείς αυτή τη στιγμή να πολεμήσεις προς δέκα άνδρες; Εν τούτοις, εάν όλοι σας οι πολίτες είναι τέτοιοι, όπως εσύ τους παριστάνεις, τότε συ βέβαια, ο βασιλιάς εκείνων, οφείλεις, σύμφωνα με τους δικούς σας νόμους, να τα βάλεις με διπλάσιο αριθμό (οι βασιλείς της Σπάρτης έπαιρναν διπλή μερίδα φαγητό).  Αν δηλαδή ο καθένας απ’ εκείνους αξίζει όσο αξίζουν δέκα άνδρες από τον δικό μου στρατό, από σένα περιμένω να αξίζεις για είκοσι, και έτσι μπορεί να σταθεί ο λόγος που είπες. Εάν όμως είστε τέτοιοι και στο ανάστημα τόσοι, όσο είσαι εσύ και οι άλλοι οι Έλληνες που έρχονται συχνά να ομιλήσουν μαζί μου, και καυχάστε τόσο πολύ, τότε πρόσεχε, μήπως τα λόγια που μου είπες, είναι μόνο λόγια του αέρα. Διότι, έλα να εξετάσω το πράγμα με αυστηρή λογική. Πως είναι δυνατόν χίλιοι άνδρες ή και δέκα ή και πενήντα χιλιάδες να αντισταθούν σε τόσο πολυάριθμο στρατό, εάν βέβαια είναι όλοι τους εξ’ ίσου ελεύθεροι και δεν εξουσιάζονται από έναν μόνο; Διότι εάν εκείνοι είναι πέντε χιλιάδες, τότε εμείς προς τον καθένα τους αναλογούμε πάνω από χίλιοι. Εάν δηλαδή είναι υπό την εξουσία ενός μόνο προσώπου, όπως συνηθίζουμε εμείς, τότε φοβούμενοι τον έναν αυτόν είναι δυνατόν να φανούν γενναίοι και παρά το φυσικό τους και αναγκαζόμενοι από το μαστίγιο είναι δυνατόν να βαδίσουν κατά πολυαριθμότερου εχθρού, έστω κι αν είναι αυτοί λιγότεροι. Αν όμως αφεθούν ελεύθεροι, ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο θα κάνουν. Εγώ μάλιστα έχω τη γνώμη, ότι, και αν εξισωθούν σε αριθμό, δύσκολα θα πολεμήσουν οι Έλληνες και προς μόνους τους Πέρσες. Αυτό που λες εσύ γίνεται σε μας, αλλά δεν είναι και πολύ συνηθισμένο, είναι αλήθεια, παρά είναι σπάνιο. Θέλω να πω, ότι υπάρχουν Πέρσες της φρουράς μου, που θα δεχτούν να πολεμήσουν προς τρεις μαζί Έλληνες. Αυτά εσύ δεν τα γνωρίζεις και για τούτο αραδιάζεις τόσες ανοησίες.»
 

   Προς αυτόν απάντησε ο Δημάρατος: «Βασιλιά μου το ήξερα από την αρχή, ότι, αν σου πω την αλήθεια, δε θα σου πω πράγματα, που θα σ’ ευχαριστήσουν. Επειδή όμως εσύ με ανάγκασες να σου πω την καθαρή αλήθεια, σου έλεγα, πως έχουν τα πράγματα με τους Σπαρτιάτες. Και όμως, πόσο εγώ τους συμπαθώ εκείνους  σήμερα, καλύτερα από κάθε άλλον το γνωρίζεις εσύ, αυτούς, που μου αφαίρεσαν το αξίωμα και τα προγονικά μου προνόμια και με κατάντησαν απάτριδα και εξόριστο, αλλά ο δικός σου πατέρας με αποδέχθηκε και μου έδωσε κατοικία και τα μέσα να ζω. Δεν είναι πλέον λογικό ένας φρόνιμος άνθρωπος να απωθεί την εύνοια, με την οποία τον περιβάλλουν, παρά να την εκτιμά και πολύ μάλιστα. Εγώ ούτε με δέκα επιμένω, ότι είμαι ικανός να τα βάλω, αν μάλιστα εξαρτάται από εμένα, ούτε και με ένα. Αν όμως είναι ανάγκη, ή αυτό που με παρακινεί να αγωνιστώ, είναι σοβαρό ζήτημα, τότε μπορώ να πολεμήσω και μάλιστα πολύ ευχαρίστως με έναν απ’ αυτούς που ισχυρίζονται, ότι ο καθένας τους αξίζει για τρεις Έλληνες. Το ίδιο και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μάχονται ένας προς ένα, δεν είναι κατώτεροι από κανέναν άλλον εδώ στον κόσμο, όταν όμως είναι ενωμένοι σε στράτευμα, τότε δεν υπάρχουν στη γη άλλοι γενναιότεροι άνδρες. Διότι, αν και είναι ελεύθεροι, εν τούτοις δεν είναι σε όλα ελεύθεροι. Από πάνω τους δηλαδή στέκει ένας κύριος, ο νόμος, και αυτόν τον φοβούνται πολύ περισσότερο ακόμα απ’ ότι φοβούνται εσένα οι δικοί σου. Και φυσικά κάνουν ότι τους προστάζει εκείνος. Και τους προστάζει πάντοτε το ίδιο, δεν τους επιτρέπει δηλαδή να φεύγουν από το πεδίο της μάχης, οσοιδήποτε κι αν είναι οι εχθροί, παρά τους επιβάλλει να μένουν στις θέσεις τους και εκεί να νικούν ή να σκοτώνονται. Εάν τώρα έτσι που τα λέω σου φαίνομαι, ότι λέω ανοησίες, από δω και πέρα προτιμώ να σιωπώ στο κάθε τι. Αλλά τώρα με ανάγκασες και τα είπα. Μόλα ταύτα Βασιλιά μου, εύχομαι τα πράγματα να έλθουν, όπως τα θέλεις.»



Βιβλιογραφία
Ηρόδοτος/ Μούσες/Πολύμνια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου